ανάβομαι

ανάβομαι
ανάβομαι, ανάφτηκα, αναμμένος βλ. πίν. 8
——————
Σημειώσεις:
ανάβομαι : σπάνια χρησιμοποιείται η παθητική φωνή (εκτός από τη μτχ. αναμμένος) και κυρίως με την έννοια μου βάζει κάποιος φωτιά (τα ξύλα δεν ανάβονται εύκολα, όταν βραχούν).

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”